ἐβουλεύσαντο

ἐβουλεύσαντο
βουλεύω
take counsel
aor ind mid 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐβουλεύσαντ' — ἐβουλεύσαντο , βουλεύω take counsel aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • възхотѣти — ВЪЗХО|ТѢТИ (592), ЧОУ ( ЩОУ), ЧЕТЬ ( ЩЕТЬ) гл. 1. Захотеть, пожелать, возыметь желание совершить, осуществить что л.; ощутить потребность в чем л.: Иже всхочеть самовольствъмъ и льготою бес трѹда сп҃сти д҃шѫ свою Изб 1076, 275; и ѥгда въсхотѣ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μετανίστημι — (Α) [ανίστημι] 1. μετακινώ κάποιον από τη χώρα του ή αναγκάζω κάποιον να εγκαταλείψει τη χώρα του, να μετοικήσει 2. μεταθέτω σε άλλο τόπο, παραμερίζω 3. αποτρέπω 4. παθ. μετανίσταμαι α) μεταναστεύω, μετοικώ, εγκαθίσταμαι σε άλλο τόπο («ἐς τοῡτον… …   Dictionary of Greek

  • μηδαμός — μηδαμός, ή, όν (Α) (ιων. τ. μόνο στον πληθ.) ούτε ένας, κανένας («ἐβουλεύσαντο δὲ αὐτοῡ μεταδοῡναι μηδαμοῑσι ἄλλοισι Ἰώνων», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <μηδέ + ἁμός, δωρ. τ. τού ἐμός (πρβλ. ουδαμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”